Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στεγαστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεγαστικός -ή -ό [steγastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στέγαση, την απόκτηση στέγης, κατοικίας: H στεγαστική πολιτική της κυβέρνησης. Δίνονται στεγαστικά δάνεια για αγορά πρώτης κατοικίας. Στεγαστικό πρόβλημα, δυσκολία εξεύρεσης κατοικίας εξαιτίας αυξημένης ζήτησης, περιορισμένης οικοδομικής δραστηριότητας κτλ.

[λόγ. στεγασ- (στεγάζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go