Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγανόποδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεγανόποδα τα [steγanópoδa] Ο40 : (ζωολ.) ονομασία πτηνών των οποίων τα δάχτυλα είναι ενωμένα με μεμβράνη.

[λόγ. < αρχ. στεγανόποδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες