Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγανοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεγανοποιώ [steγanopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. στεγανό ή δημιουργώ στεγανά.

[λόγ. στεγαν(ός) -ο- + -ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες