Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στείρωση η [stírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στειρώνω: ~ με φυσικά / με χημικά μέσα. Φαρμακευτική / χειρουργική ~. H ύπαρξη τόσων αδέσποτων ζώων στις πόλεις μάς κάνει να σκεφτόμαστε ότι η στείρωσή τους θα ήταν προτιμότερη.
[λόγ. < ελνστ. στείρω(σις) `ακαρπία΄ -ση σημδ. γαλλ. stérilisation]