Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταύρωμα το [stávroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυρώνω. 1α. η σταύρωση (στις σημ. 1α, β). β. (μτφ., προφ.) έντονη ταλαιπωρία: H ζωή είναι ένα ~. 2. σχηματισμός ενός σταυρού σε κπ. ή σε κτ.: Tο ~ του ψωμιού / του υποψηφίου. 3. τοποθέτηση δύο αντικειμένων σε σχήμα σταυρού ή σε σχήμα X: ~ των χεριών / των ποδιών.
[σταυρώ(νω) -μα (διαφ. το αρχ. σταύρωμα `φράχτης΄)]



