Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταχανοφισμός ο [staxanofizmós] Ο17 : ο σταχανοβιτισμός.
[λόγ. < γαλλ. ανθρωπων. stakhanovisme < ρωσ. Stachanov (όν. Ρώσου εργάτη) -isme = -ισμός, [x, f] κατά τη ρωσ. προφ. του ον.]



