Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταφιδεμπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταφιδεμπόριο το [stafiδembório] Ο40 : εμπόριο σταφίδας.

[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + -εμπόριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες