Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταφιδίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταφιδίτης ο [stafiδítis] Ο10 : είδος κρασιού που παράγεται από σταφίδα.

[λόγ. < ελνστ. σταφιδίτης (αρχ. σταφίδιος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες