Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταφιδάμπελος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταφιδάμπελος η [stafiδámbelos] Ο36 : (λόγ.) κλήμα ή αμπέλι από το οποίο παράγεται σταφίδα.

[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + άμπελος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες