Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυρόκομπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρόκομπος ο [stavrókombos] Ο20 : είδος κόμπου με δύο πλέξεις από τις οποίες η δεύτερη γίνεται αντίστροφα προς την πρώτη.

[σταυρο- + κόμπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες