Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταυρωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρωτής ο [stavrotís] Ο7 λαϊκότρ. πληθ. και σταυρωτήδες : αυτός που: α. συμμετείχε στη σταύρωση κάποιου: Οι σταυρωτήδες του Xριστού. Ο Xριστός συγχώρησε τους σταυρωτές του. β. (λαϊκότρ.) ταλαιπωρεί έντο να κπ., τον κάνει να υποφέρει πολύ. || (παρωχ.) υβριστική προσωνυμία του αστυνομικού.

[ελνστ. σταυρωτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go