Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταυροκόπημα το [stavrokópima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυροκοπιέμαι: Mόλις σκέφτηκε τον καλικάντζαρο, άρχισε τα σταυροκοπήματα.
[σταυροκοπη- (σταυροκοπιέμαι) -μα]



