Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στατική η [statikí] Ο29 : κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας: ~ των στερεών σωμάτων.
[λόγ. < γαλλ. statique < θηλ. του αρχ. στατικός `που αναφέρεται στην ισορροπία των σωμάτων΄ (διαφ. το αρχ. στατική `η τέχνη του ζυγίσματος΄)]