Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στασιμότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στασιμότητα η [stasimótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, που παραμένει στάσιμος: Οικονομική ~.

[λόγ. στάσιμ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες