Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλινισμός ο [stalinizmós] Ο17 : το σύνολο των πολιτικών αντιλήψεων και της πρακτικής που εφαρμόστηκε από το Στάλιν και τους συνεργάτες του: Ο ~ συνδέεται με ένα καθεστώς άσκησης ολοκληρωτικής εξουσίας. Tα θύματα του σταλινισμού.
[λόγ. < γαλλ. stalinisme (-isme = -ισμός)]



