Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταλαγματιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταλαγματιά η [stalaγmatxá] & σταλαματιά η [stalamatxá] Ο24 : η σταγόνα. ΠAΡ ~ ~ γεμίζει η στάμνα η πλατιά, η συστηματική και υπομονετική αποταμίευση οδηγεί στη συσσώρευση αγαθών.

[λόγ. επίδρ. στο σταλαματιά < μσν. σταλαματιά < αρχ. σταλαγματ- (στάλαγμα) `σταλαματιά΄ -ιά με αποβ. του [γ] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go