Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταλάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταλάζω [stalázo] Ρ2.2α : για υγρό το οποίο χύνεται αργά και σταγόνα σταγόνα, κυρίως σε μεταφορική χρήση για μια αντίληψη, ένα συναίσθημα, μια διάθεση που συστηματικά και με υπομονή καλλιεργείται σε κπ.: Tου στάλαξε μέσα στην ψυχή του την αγάπη / το μίσος.

[ελνστ. σταλάζω (αρχ. σταλάσσω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go