Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταγονόμετρο το [staγonómetro] Ο41 : μικρός γυάλινος σωλήνας που χρησιμοποιείται ως όργανο για την καταμέτρηση ποσότητας υγρού σε σταγόνες, συνήθ. όταν πρόκειται για φαρμακευτική ή χημική ουσία. (έκφρ.) με το ~, για κτ. το οποίο δίνεται σε πολύ μικρή ποσότητα και με μεγάλη φειδώ.
[λόγ. σταγον- (δες σταγόνα) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. compte-gouttes]



