Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στίλβωμα το [stílvoma] Ο49 : η ενέργεια του στιλβώνω, επίστρωση βερνικιού ή βαφής στην επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου κτλ.· λουστράρισμα, γυάλισμα.
[λόγ. στιλβω- (δες στιλβώνω) -μα (πρβ. ελνστ. στίλβωμα `καλλυντικό΄)]



