Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στήσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στήσιμο το [stísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στήνω. 1α. τοποθέτηση σε όρθια, σε κατακόρυφη θέση: Tο ~ της κολόνας. Tο ~ της σκάλας στον τοίχο. Tο ~ του αγάλματος στο βάθρο του. Tο ~ των τοίχων, η κατασκευή. || συναρμολόγηση: Tο ~ της σκηνής / της σκαλωσιάς / του αργαλειού. β. το σύνολο των εργασιών ή των ενεργειών που απαιτούνται για να οργανωθεί κτ.: Tο ~ μιας επιχείρησης / μιας θεατρικής παράστασης / ενός σχεδίου συνωμοσίας. 2. (οικ.) αναγκαστική και μακρά παραμονή και αναμονή σε ένα χώρο, χωρίς τη δυνατότητα μετακίνησης: Tο ~ στην ουρά είναι συνηθισμένη κατάσταση στις δημόσιες υπηρεσίες. (έκφρ.) το ~ (σε ραντεβού), μακρά ή μάταιη αναμονή κάποιου σε έναν προκαθορισμένο τόπο συνάντησης. || Tο ~ μπροστά στις βιτρίνες / στην τηλεόραση, καθήλωση μπροστά σε κτ. εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος που μας προκαλεί.

[στησ- (στήνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go