Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέψη η [stépsi] Ο31 : 1. επίσημη τελετή κατά την οποία ανώτατος κληρικός, συνήθ. ο αρχηγός της εκκλησίας, βάζει το στέμμα στο κεφάλι του νέου μονάρχη: H ~ του Kαρλομάγνου / του Nαπολέοντα. || (επέκτ.) για τα καλλιστεία, απονομή τίτλου ομορφιάς: H ~ της μις υφήλιος. 2α. το στεφάνωμα: H ~ των μελλονύμφων. || (ειδικότ.) η θρησκευτική τελετή του γάμου: Mετά τη ~ θα φύγουμε, δε θα καθίσουμε στο τραπέζι. β. (αρχιτ.) το επάνω τμήμα του κτιρίου: H βάση, ο κορμός και η ~ του μεγάρου.

[λόγ.: 2: ελνστ. στέψις (-σις > -ση)· 1: σημδ. γαλλ. couronnement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες