Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέριος -α -ο [stérjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) στέρεος. στέρια ΕΠIΡΡ.

[αρχ. στερεός με μετακ. τόνου κατά το σχ.: καθαρός - καθάριος, ορθός - όρθιος και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες