Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στέκα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέκα η [stéka] Ο25α : 1α. μικρή ράβδος ή στενή σανίδα που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια: H ~ του μπιλιάρδου. Είναι κτ. σαν ~, είναι λεπτό και μακρύ. Είναι κάποιος σαν ~, είναι ψηλός και αδύνατος. β. (μτφ., μειωτ.) για ψηλό, αδύνατο και άχαρο άνθρωπο: Πολύ αταίριαστο ζευγάρι! Εκείνος κοντός και χοντρός, εκείνη ~. 2. (προφ.) ονομασία εργαλείων που τα χρησιμοποιούν: α. για να συγκρατούν κτ.: Mία ~ για τα μαλλιά· (πρβ. κοκαλάκι). β. για το στίλβωμα, το γυάλισμα.

[ιταλ. stecca]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεκάμενος -η -ο [stekámenos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που στέκεται, που δεν κινείται.

[στέκ(ω) -άμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go