Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέγνωμα το [stéγnoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στεγνώνω: Tο ~ των ρούχων μετά το πλύσιμο / των μαλλιών μετά το λούσιμο. || (μτφ.): Tο ~ της ψυχής.
[στεγνώ(νω) -μα]



