Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέαρ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέαρ το [stéar] Ο γεν. στέατος : (λόγ.) το λίπος, ιδίως το ζωικό· (πρβ. ξίγκι).

[λόγ. < αρχ. στέαρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεαρίνη η [stearíni] Ο30 : (χημ.) άσπρη στερεά ουσία που παράγεται από φυσικά λίπη ή έλαια: Kαλλυντικά / κεριά / βερνίκια από ~.

[λόγ. < γαλλ. stéarine < αρχ. στέαρ -ine = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες