Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάχυς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάχυς ο [stáxis] Ο γεν. στάχυος : (λόγ., βοτ.) 1. είδος ταξιανθίας της οποίας όλα τα άνθη βρίσκονται γύρω από έναν άξονα: Aπλός / σύνθετος ~. 2. γένος φυτών.

[λόγ. < αρχ. στάχυς `στάχυ΄ σημδ. γαλλ. épi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες