Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάξιμο το [stáksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στάζω, ροή κατά σταγόνες: Tο ~ της βρύσης. || Tο ~ του κεριού.

[σταξ- (στάζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες