Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάμπα η [stámba] Ο25 : 1. (παρωχ.) αποτύπωμα σφραγίδας, κυρίως σε μεταφορική χρήση. 2. χρωματιστό σχέδιο αποτυπωμένο επάνω σε ύφασμα το οποίο έχει υποστεί προηγουμένως μια κατάλληλη προετοιμασία.
[μσν. στάμπα < ιταλ. stampa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταμπάρισμα το [stambárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταμπάρω: Για το ~ του υφάσματος
|| (μτφ.): Tο ~ του κλέφτη.
[σταμπάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταμπάρω [stambáro] -ομαι Ρ6 : 1. αποτυπώνω ένα χρωματιστό σχέδιο επάνω σε ύφασμα το οποίο έχει υποστεί προηγουμένως μια κατάλληλη προετοιμασία: Ένα φόρεμα με σταμπαρισμένα λουλούδια. 2. (μτφ., προφ.) α. εντοπίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κτ. ανάμεσα σε άλλα: Σταμπάρισα μια ωραία μπλούζα. β. αποτυπώνω στη μνήμη κπ. συγκρατώντας ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, συνήθ. αρνητικό: Tον σταμπάρισα αμέσως. H αστυνομία έχει σταμπάρει τον κλέφτη. || (μππ.): Είναι σταμπαρισμένος, γνωστός για κάποιο κατ΄ εξακολούθηση παράπτωμα.
[ιταλ. stampar(e) -ω]