Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάλισμα το [stálizma] Ο49 : η ανάπαυση του κοπαδιού σε σκιερό μέρος τα καλοκαιρινά μεσημέρια.

[σταλισ- (σταλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες