Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στάθμιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάθμιση η [stáθmisi] Ο33 : η ενέργεια του σταθμίζω· η εξέταση και ο υπολογισμός των δεδομένων πριν από μια απόφαση, μια ενέργεια κτλ.

[λόγ. σταθμι- (σταθμίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go