Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στάθμιση η [stáθmisi] Ο33 : η ενέργεια του σταθμίζω· η εξέταση και ο υπολογισμός των δεδομένων πριν από μια απόφαση, μια ενέργεια κτλ.
[λόγ. σταθμι- (σταθμίζω) -σις > -ση]



