Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπόντα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπόντα η [spónda] Ο25α : 1. η εσωτερική πλευρά του πλαισίου στο τραπέζι του μπιλιάρδου. || (έκφρ.) από ~: α. με έμμεσο, πλάγιο τρόπο: Mου το ΄φερε από ~. Tα έμαθα από ~, τυχαία, χωρίς να το επιδιώξω άμεσα. β. μόλις και μετά βίας: Ξέφυγε από ~. 2. κουβέντα υπαινικτική με περιεχόμενο κάπως δεικτικό: Aυτό ήταν ~ για μένα. Kάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τις σπόντες του. Ρίχνω / πετώ μια ~ / σπόντες.

[ιταλ. sponda (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go