Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπυριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπυριάζω [spirjázo] Ρ2.1α μππ. σπυριασμένος : βγάζω πολλά σπυριά, γεμίζει το δέρμα μου με σπυριά.

[σπυρ(ί)1 -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες