Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπρωξίδι το [sproksíδi & zbroksíδi] Ο44 : συνεχείς σπρωξιές, συνήθ. σε κατάσταση μεγάλου συνωστισμού, στην προσπάθεια να ανοιχτεί διάβαση ανάμεσα στο πλήθος: Έγινε τέτοιο ~! Tέτοιο ~ και στριμωξίδι για να βγάλεις εισιτήριο για το φεστιβάλ!
[σπρωξ(ιά) -ίδι]



