Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπούδασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπούδασμα το [spúδazma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια του σπουδάζω: Έχει δυο παιδιά για ~.

[σπουδασ- (σπουδάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες