Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδαιολόγημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιολόγημα το [spuδeolójima] Ο49 : (ειρ.) λόγος σοβαροφανής για δήθεν σοβαρά θέματα· σπουδαιολογία.

[λόγ. σπουδαιολογη- (σπουδαιολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες