Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδαιολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαιολογώ [spuδeoloγó] Ρ10.9α : δίνω μεγαλύτερη σημασία από ό,τι θα έπρεπε σε πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα: Mην τα σπουδαιολογείς!

[λόγ. < αρχ. σπουδαιολογῶ `μιλώ για σοβαρά θέματα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες