Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπουδαγμένος -η -ο [spuδaγménos] Ε3 : (προφ.) ο σπουδασμένος.
[μππ. του σπουδάζω με βάση το σπουδακ- (λαϊκό συνοπτ. θ. σπουδαξ-) -μένος με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]



