Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδαγμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπουδαγμένος -η -ο [spuδaγménos] Ε3 : (προφ.) ο σπουδασμένος.

[μππ. του σπουδάζω με βάση το σπουδακ- (λαϊκό συνοπτ. θ. σπουδαξ-) -μένος με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες