Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπορείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορείο το [sporío] Ο39 : φυτώριο1.

[λόγ. σπορ(εύς δες στο σπορέας) -είον μτφρδ. ιταλ.(;) semenzaio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες