Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπορίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπορίτης ο [sporítis] Ο10 : καρπός που αφήνεται να ωριμάσει τελείως, έτσι ώστε οι σπόροι του να γίνουν κατάλληλοι για σπορά.

[σπόρ(ος) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες