Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιτώνω [spitóno] -ομαι Ρ1 : 1. (προφ.) εξασφαλίζω σε κπ. κατοικία: Kοίταξε πρώτα να σπιτωθείς και ύστερα αγοράζεις αυτοκίνητο. 2. (μειωτ.) εξασφαλίζω κατοικία, εγκαθιστώ σε κατοικία ένα άτομο του άλλου φύλου με το οποίο διατηρώ μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις: Tην έχει σπιτωμένη.

[σπίτ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες