Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιουνιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιουνιά η [spiuná & spuná] Ο24 : (οικ.) η ενέργεια, η συμπεριφορά του σπιούνου: Bάζω σπιουνιές, συκοφαντώ, διαβάλλω.

[σπιούν(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες