Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινθηροβόλος -α -ο [spinθirovólos] Ε4 : που βγάζει σπίθες, που λάμπει και φωτίζει, συνήθ. μτφ.: α. Σπινθηροβόλο βλέμμα. β. για πνεύμα λαμπερό, για άνθρωπο έξυπνο και πνευματώδη: Σπινθηροβόλο πνεύμα. Σπινθηροβόλο ύφος.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβόλος `που βγάζει σπίθες΄ σημδ. γαλλ. étincelant]