Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπινθηροβόλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπινθηροβόλος -α -ο [spinθirovólos] Ε4 : που βγάζει σπίθες, που λάμπει και φωτίζει, συνήθ. μτφ.: α. Σπινθηροβόλο βλέμμα. β. για πνεύμα λαμπερό, για άνθρωπο έξυπνο και πνευματώδη: Σπινθηροβόλο πνεύμα. Σπινθηροβόλο ύφος.

[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβόλος `που βγάζει σπίθες΄ σημδ. γαλλ. étincelant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες