Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπηλαιολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπηλαιολόγος ο [spileolóγos] Ο18 θηλ. σπηλαιολόγος [spileolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη σπηλαιολογία.

[λόγ. < γαλλ. spéléologue < spéléo (logie) = σπηλαιο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go