Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπερματόρροια η [spermatória] Ο27 : (ιατρ.) ακούσια εκροή σπέρματος, συνήθ. κατά την αφόδευση ή την ούρηση, η οποία οφείλεται σε παθολογικούς λόγους· (πρβ. ονείρωξη, ρεύση).
[λόγ. < γαλλ. spermatorrhée < spermato- = σπερματο- + -rrhée = -ρροια]



