Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπειροτόμος ο [spirotómos] Ο18 : (λόγ., τεχν.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε (χαράζουμε) εσωτερικά σπειρώματα· κολαούζο.
[λόγ. σπείρ(α) -ο- + -τόμος]



