Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαστήρας ο [spastíras] Ο2 : ειδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον τεμαχισμό μεγάλων κομματιών πέτρας.
[λόγ. σπασ- (σπάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. bruyeur]



