Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαστήρας ο [spastíras] Ο2 : ειδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον τεμαχισμό μεγάλων κομματιών πέτρας.

[λόγ. σπασ- (σπάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. bruyeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες