Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαργάνωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαργάνωμα το [sparγánoma] Ο49 : τύλιγμα βρέφους με σπάργανα, φάσκιωμα.

[λόγ. σπαργανω- (δες σπαργανώνω) -μα (πρβ. ελνστ. σπαργάνωμα `σπάργανο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες