Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαργάνωμα το [sparγánoma] Ο49 : τύλιγμα βρέφους με σπάργανα, φάσκιωμα.
[λόγ. σπαργανω- (δες σπαργανώνω) -μα (πρβ. ελνστ. σπαργάνωμα `σπάργανο΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. σπαργανω- (δες σπαργανώνω) -μα (πρβ. ελνστ. σπαργάνωμα `σπάργανο΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |