Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαραξικάρδιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαραξικάρδιος -α -ο [sparaksikárδios] Ε6 : που προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο, σπαραγμό: Σπαραξικάρδιοι θρήνοι. Σπαραξικάρδιες φωνές / κραυγές / επικλήσεις / παρακλήσεις. || (συνήθ. και ειρ.).

[λόγ. < ελνστ. σπάραξι(ς) `σπάραγμα΄ + καρδί(α) -ος μτφρδ. αγγλ. heart-rending]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες