Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαρίλας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρίλας ο [sparílas] Ο2 : (προφ., λαϊκ.) ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει διάθεση για τεμπέλιασμα· σπαρίλαβ, τεμπέλης, ράθυ μος.

[σπαρίλ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες