Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαρίλας ο [sparílas] Ο2 : (προφ., λαϊκ.) ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει διάθεση για τεμπέλιασμα· σπαρίλαβ, τεμπέλης, ράθυ μος.
[σπαρίλ(α) -ας]



