Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαρίλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρίλα η [sparíla] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) α. έλλειψη διάθεσης για οποιαδήποτε εργασία· διάθεση για τεμπέλιασμα: Έχω κάτι σπαρίλες σήμερα! M΄ έπιασε μια ~! β. (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) ως χαρακτηρισμός προσώπου που βρίσκεται σε μια τέτοια διάθεση· σπαρίλας, τεμπέλης, ράθυμος: Περιμένεις να τελειώσεις μ΄ αυτές τις σπαρίλες;

[σπάρ(ος) 2 -ίλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρίλας ο [sparílas] Ο2 : (προφ., λαϊκ.) ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει διάθεση για τεμπέλιασμα· σπαρίλαβ, τεμπέλης, ράθυ μος.

[σπαρίλ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες